- ἀφοσιώσεως
- ἀφοσιώσεω̆ς , ἀφοσίωσιςpurificationfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Μενάγιας, Ιωάννης — (Αργοστόλι 1813 – Μπάντεν, Γερμανία 1870). Φιλόσοφος. Σπούδασε νομικά στην Πίζα και φιλοσοφία στη Χαϊδελβέργη, στη Λιψία και στο Βερολίνο. Το 1838 αναγορεύτηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας και αισθητικής του πανεπιστημίου της Λιψίας, με τίτλο της… … Dictionary of Greek